Démontrer en grec
Traduction: démontrer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
δείχνω, έκθεμα, διαδηλώνω, μαρτυρία, αποδεικνύω, στοιχεία, απόδειξη, αναδύομαι, φανερώνω, εμφανίζομαι, διαπληκτίζομαι, πιστοποιώ, διαφωνώ, φαίνομαι, παράσταση, μαρτυρώ, αποδεικνύουν, καταδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): démontrer
comment démontrer, comment démontrer que, démontrer antonymes, démontrer droites parallèles, démontrer définition, démontrer dictionnaire de langue grec, démontrer en grec
Traductions
- démontre en grec - παραστάσεις, δείχνει, επιδείξεις, εκπομπές, παρουσιάζει
- démontrent en grec - διαδηλώνω, δείχνω, αποδεικνύω, σόου, προβολή, επίδειξη, θέαμα, ...
- démontrez en grec - αποδεικνύω, δείχνω, διαδηλώνω, αποδεικνύουν, καταδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, ...
- démontrons en grec - αποδεικνύω, διαδηλώνω, δείχνω, αποδεικνύουν, καταδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, ...
Mots aléatoires
Démontrer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: δείχνω, έκθεμα, διαδηλώνω, μαρτυρία, αποδεικνύω, στοιχεία, απόδειξη, αναδύομαι, φανερώνω, εμφανίζομαι, διαπληκτίζομαι, πιστοποιώ, διαφωνώ, φαίνομαι, παράσταση, μαρτυρώ, αποδεικνύουν, καταδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
Traductions: δείχνω, έκθεμα, διαδηλώνω, μαρτυρία, αποδεικνύω, στοιχεία, απόδειξη, αναδύομαι, φανερώνω, εμφανίζομαι, διαπληκτίζομαι, πιστοποιώ, διαφωνώ, φαίνομαι, παράσταση, μαρτυρώ, αποδεικνύουν, καταδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει