Déposséder en grec
Traduction: déposséder, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποστερώ, αλλοτριώνω, αφαιρώ, αφαιρέσει, εκδιώκει, στερήσουν, απαλλοτριώσει
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): déposséder
déposséder antonymes, déposséder conjugaison, déposséder grammaire, déposséder les possédants, déposséder mots croisés, déposséder dictionnaire de langue grec, déposséder en grec
Traductions
- déposons en grec - επαναθέτω, προσχώνω, ίζημα, κατάθεση, κατάθεσης, υποβολή, κατάθεσή, ...
- dépossession en grec - στέρηση, απαλλοτρίωση, αποστέρηση, στέρησης, περιουσιακής, στερήσεις αγαθών
- déposâmes en grec - Αφού, Έχοντας, Μετά, Κατόπιν
- déposèrent en grec - κατατεθεί, εναποτίθενται, κατατίθενται, εναποτίθεται, αποτίθεται
Mots aléatoires
Déposséder en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποστερώ, αλλοτριώνω, αφαιρώ, αφαιρέσει, εκδιώκει, στερήσουν, απαλλοτριώσει
Traductions: αποστερώ, αλλοτριώνω, αφαιρώ, αφαιρέσει, εκδιώκει, στερήσουν, απαλλοτριώσει