Dérive en grec
Traduction: dérive, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
παρέκκλιση, φάλτσο, λοξοδρομώ, παρεκτροπή, τάση, παρασυρόμενα, παρασυρόμενων, μετατόπιση, ολίσθηση
Autres langues
Mots associés / Définition (def): dérive
a la dérive, derive, définition dérive génétique, dérive antonymes, dérive bateau, dérive dictionnaire de langue grec, dérive en grec
Traductions
- dérivatif en grec - αναψυχή, παραγωγό, παράγωγο, παραγώγου, παράγωγα, παραγώγων
- dérivation en grec - παρακαμπτήριος, παρεκτροπή, παρέκβαση, παραγωγή, εξαγωγή, προέλευση, παράγωγο, ...
- dériver en grec - στείρα, προέρχομαι, μίσχος, έρχομαι, απορρέω, στέλεχος, τάση, ...
- dérivez en grec - προέρχομαι, παράγομαι, αντλώ, τάση, παρασυρόμενα, παρασυρόμενων, μετατόπιση, ...
Mots aléatoires
Dérive en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: παρέκκλιση, φάλτσο, λοξοδρομώ, παρεκτροπή, τάση, παρασυρόμενα, παρασυρόμενων, μετατόπιση, ολίσθηση
Traductions: παρέκκλιση, φάλτσο, λοξοδρομώ, παρεκτροπή, τάση, παρασυρόμενα, παρασυρόμενων, μετατόπιση, ολίσθηση