Dérober en grec
Traduction: dérober, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
υψώνω, βουτώ, κρύβω, λουφάζω, ληστεύω, μάσκα, ασανσέρ, προσωπείο, εκκρίνω, κλέβω, σφετερίζομαι, σηκώνω, σκοτεινός, ξεγυμνώνω, δυσνόητος, τσιμπώ, κλοπή, κλέψει, κλέψουν, κλέβουν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): dérober
dérober antonymes, dérober conjugaison, dérober du parfum, dérober en anglais, dérober grammaire, dérober dictionnaire de langue grec, dérober en grec
Traductions
- dérivés en grec - παράγωγα, παραγώγων, παράγωγά, τα παράγωγα, τα παράγωγά
- dérobade en grec - παραδρομή, γλίστρημα, γλιστρώ, ολίσθημα, υπεκφυγή, φοροδιαφυγής, φοροδιαφυγή, ...
- dérobé en grec - μυημένος, μυστικός, απόρρητος, μυστικό, αποχωρητήριο, κρυμμένο, κρυμμένα, ...
- dérobée en grec - λάθρα, κρυφίως, ύπουλα, αθόρυβα, stealthily
Mots aléatoires
Dérober en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: υψώνω, βουτώ, κρύβω, λουφάζω, ληστεύω, μάσκα, ασανσέρ, προσωπείο, εκκρίνω, κλέβω, σφετερίζομαι, σηκώνω, σκοτεινός, ξεγυμνώνω, δυσνόητος, τσιμπώ, κλοπή, κλέψει, κλέψουν, κλέβουν
Traductions: υψώνω, βουτώ, κρύβω, λουφάζω, ληστεύω, μάσκα, ασανσέρ, προσωπείο, εκκρίνω, κλέβω, σφετερίζομαι, σηκώνω, σκοτεινός, ξεγυμνώνω, δυσνόητος, τσιμπώ, κλοπή, κλέψει, κλέψουν, κλέβουν