Désabusé en grec
Traduction: désabusé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
στραβός, ειρωνικός, απογοητευμένοι, απογοητευμένος, απογοητευμένους, απογοητευμένων, απογοητευτεί
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): désabusé
définition désabusé, désabusé anglais, désabusé antonyme, désabusé antonymes, désabusé dictionnaire, désabusé dictionnaire de langue grec, désabusé en grec
Traductions
- désabusement en grec - απογοήτευση, απογοήτευσης, η απογοήτευση, την απογοήτευση, απομυθοποίηση
- désabuser en grec - undeceive
- désacclimater en grec - ξεριζώνω
- désaccord en grec - ασυμφωνία, διχόνοια, διαφωνία, διαφωνίας, τη διαφωνία, διαφωνίες, διαφωνεί
Mots aléatoires
Désabusé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: στραβός, ειρωνικός, απογοητευμένοι, απογοητευμένος, απογοητευμένους, απογοητευμένων, απογοητευτεί
Traductions: στραβός, ειρωνικός, απογοητευμένοι, απογοητευμένος, απογοητευμένους, απογοητευμένων, απογοητευτεί