Désaffecté en grec
Traduction: désaffecté, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εγκαταλελειμμένο, εγκαταλελειμμένα, παροπλισμένων, εγκαταλειμμένο, εκτός χρήσης
Autres langues
Mots associés / Définition (def): désaffecté
désaffecté antonymes, désaffecté définition, désaffecté en anglais, désaffecté grammaire, désaffecté larousse, désaffecté dictionnaire de langue grec, désaffecté en grec
Traductions
- désaccoutumer en grec - αποκόβω, αποσπώ, disaccustom
- désactivation en grec - απενεργοποίηση, απενεργοποίησης, την απενεργοποίηση, η απενεργοποίηση, απενεργοποίησης του
- désagréable en grec - αδέξιος, εχθρικός, ακάθαρτος, απαίσιος, ατζαμής, δυσάρεστος, άκαμπτος, ...
- désagrégation en grec - σαπίζω, ρήξη, παρακμάζω, φθορά, παρακμή, αποσύνθεση, διάλυση, ...
Mots aléatoires
Désaffecté en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εγκαταλελειμμένο, εγκαταλελειμμένα, παροπλισμένων, εγκαταλειμμένο, εκτός χρήσης
Traductions: εγκαταλελειμμένο, εγκαταλελειμμένα, παροπλισμένων, εγκαταλειμμένο, εκτός χρήσης