Désavouer en grec
Traduction: désavouer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ελεεινολογώ, αναιρώ, αποποιούμαι, επικρίνω, διαψεύδω, αποδοκιμάζω, απορρίπτω, καταδικάζω, κριτικάρω, αντιλέγω, αντικρούω, μέμψη, αντιφάσκω, κατακρίνω, ψέγω, αποκηρύσσω, αποκηρύττω, αρνούμαι, αποκηρύξει, αποκηρύσσουν, αποκηρύξετε
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): désavouer
désavouer antonymes, désavouer des backlinks, désavouer des liens, désavouer grammaire, désavouer mots croisés, désavouer dictionnaire de langue grec, désavouer en grec
Traductions
- désavoue en grec - αποκηρύσσει, αποποιείται
- désavouent en grec - απορρίπτω, αποποιούμαι, αποκηρύσσω, απαρνούμαι, αποκηρύξει, αποκηρύξουν, απαρνιέστε
- désavouez en grec - απορρίπτω, αποποιούμαι, αποκηρύσσω, απαρνούμαι, αποκηρύξει, αποκηρύξουν, απαρνιέστε
- désavouons en grec - απορρίπτω, αποποιούμαι, αποποιούνται, αποποιουνται, παρόντος αποποιούνται, αποποιούνται του, αποποιηθεί
Mots aléatoires
Désavouer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ελεεινολογώ, αναιρώ, αποποιούμαι, επικρίνω, διαψεύδω, αποδοκιμάζω, απορρίπτω, καταδικάζω, κριτικάρω, αντιλέγω, αντικρούω, μέμψη, αντιφάσκω, κατακρίνω, ψέγω, αποκηρύσσω, αποκηρύττω, αρνούμαι, αποκηρύξει, αποκηρύσσουν, αποκηρύξετε
Traductions: ελεεινολογώ, αναιρώ, αποποιούμαι, επικρίνω, διαψεύδω, αποδοκιμάζω, απορρίπτω, καταδικάζω, κριτικάρω, αντιλέγω, αντικρούω, μέμψη, αντιφάσκω, κατακρίνω, ψέγω, αποκηρύσσω, αποκηρύττω, αρνούμαι, αποκηρύξει, αποκηρύσσουν, αποκηρύξετε