Déshérité en grec
Traduction: déshérité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
απόκληρων, απόκληρους, αποκλήρωσε, άκληρων, τους απόκληρους
Autres langues
Mots associés / Définition (def): déshérité
déshérité antonymes, déshérité de ses parents, déshérité grammaire, déshérité mots croisés, déshérité par le juge, déshérité dictionnaire de langue grec, déshérité en grec
Traductions
- déshydrater en grec - στραγγίζω, οχετός, αφυδατώνουν, αφυδατώσει, αφυδατωθεί, αφυδατώνεται, αφυδατώνονται
- déshéritement en grec - αποκλήρωση, την αποκλήρωση
- désignant en grec - εξουσιοδότησης, διορίζουσα, διορίζουσας, που δηλώνει
- désignation en grec - επωνυμία, ένδειξη, χρίσμα, βαθμός, τίτλος, ραντεβού, ορισμός, ...
Mots aléatoires
Déshérité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: απόκληρων, απόκληρους, αποκλήρωσε, άκληρων, τους απόκληρους
Traductions: απόκληρων, απόκληρους, αποκλήρωσε, άκληρων, τους απόκληρους