Détaillant en grec
Traduction: détaillant, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
έμπορος λιανικής, λιανοπωλητή, λιανοπωλητής, λιανικής πώλησης, πωλητή
Autres langues
Mots associés / Définition (def): détaillant
définition détaillant, détaillant antonymes, détaillant bois, détaillant commerce, détaillant définition, détaillant dictionnaire de langue grec, détaillant en grec
Traductions
- détachés en grec - μονοκατοικία, αποσπαστούν, αποσπάται, αποσπαστεί, αποκολληθεί
- détail en grec - αιχμή, ακριβολογία, δείχνω, λεπτομέρεια, λιανικός, στίγμα, επισημαίνω, ...
- détailler en grec - απαριθμώ, λεπτομέρεια, λεπτομερώς, λεπτομέρειες, λεπτομερέστερα, αναλυτικά
- détaillé en grec - διεξοδικός, προσεγμένος, περίτεχνος, λεπτό, λεπτομερής, μικροσκοπικός, λεπτομερείς, ...
Mots aléatoires
Détaillant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: έμπορος λιανικής, λιανοπωλητή, λιανοπωλητής, λιανικής πώλησης, πωλητή
Traductions: έμπορος λιανικής, λιανοπωλητή, λιανοπωλητής, λιανικής πώλησης, πωλητή