Détenu en grec

Traduction: détenu, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
φυλακισμένος, τρόφιμος, δέσμιος, καταδικάζω, κατάδικος, αιχμάλωτος, απάτη, κρατούμενος, κρατούνται, υπό κράτηση, κρατείται, που κρατούνται
Détenu en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): détenu

détenu 042, détenu antonymes, détenu brest, détenu de droit commun, détenu en anglais, détenu dictionnaire de langue grec, détenu en grec

Traductions

  • détenteur en grec - κομιστής, κάτοχος, φορέας, θήκη, κτήτορας, ιδιοκτήτης, κάτοχο, ...
  • détention en grec - φυλάκιση, παρακράτηση, κρατώ, αμπάρι, κράτηση, συλλαμβάνω, κατοχή, ...
  • détenue en grec - ιδιοκτησιακό καθεστώς, ιδιοκτησιακό, ιδιόκτητες, ιδιόκτητα
  • détenues en grec - χειρός, κρατούμενη, φορητά
Mots aléatoires
Détenu en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: φυλακισμένος, τρόφιμος, δέσμιος, καταδικάζω, κατάδικος, αιχμάλωτος, απάτη, κρατούμενος, κρατούνται, υπό κράτηση, κρατείται, που κρατούνται