Dévot en grec
Traduction: dévot, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
θρησκευόμενος, θρήσκος, θρησκευτικός, πιστός, ευσεβής, ευλαβής, ευσεβείς, αφοσιωμένος, κατανυκτική
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): dévot
définition dévot, dévot 17eme siecle, dévot antonymes, dévot christ perpignan, dévot de krishna, dévot dictionnaire de langue grec, dévot en grec
Traductions
- dévoiler en grec - αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, απογυμνώνω, εκθέτω, διαφαίνομαι, ανακαλύπτω, ανιχνεύω, ...
- dévorer en grec - καταστρέφω, καταβροχθίζω, τυλίγω, βλάπτω, τρώω, καταναλώνω, ρημάζω, ...
- dévotion en grec - αφοσίωση, ευσέβεια, αφιέρωση, ευλάβεια, αφοσίωσης, αφοσίωσή, την αφοσίωση
- dévouement en grec - αφοσίωση, προσήλωση, ευλάβεια, αφιέρωση, αφοσίωσης, αφοσίωσή, την αφοσίωση
Mots aléatoires
Dévot en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: θρησκευόμενος, θρήσκος, θρησκευτικός, πιστός, ευσεβής, ευλαβής, ευσεβείς, αφοσιωμένος, κατανυκτική
Traductions: θρησκευόμενος, θρήσκος, θρησκευτικός, πιστός, ευσεβής, ευλαβής, ευσεβείς, αφοσιωμένος, κατανυκτική