Difficulté en grec
Traduction: difficulté, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κόπος, ταλαιπωρία, ενόχληση, ενοχλώ, δυσχέρεια, πόνος, ενοχλούμαι, φιόγκος, κόμβος, δυσκολία, πρόβλημα, φασαρία, μπελάς, σκοτίζομαι, δένω, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): difficulté
citation difficulté, des difficulté, diablo 3 difficulté, difficile, difficulté a respirer, difficulté dictionnaire de langue grec, difficulté en grec
Traductions
- difficile en grec - αυστηρός, άβολος, σκληρός, αλύγιστος, άκαμπτος, τάφος, τύμβος, ...
- difficilement en grec - σπάνιος, δίκαιος, μόλις, με, με το, με την, με τις, ...
- difficultés en grec - δυσκολίες, δυσχέρειες, δυσκολιών, τις δυσκολίες, δυσκολίες που
- difforme en grec - άσχημος, παραμορφωμένος, παραμορφωμένο, παραμορφωμένα, misshapen, υπάρχει δυσμορφία
Mots aléatoires
Difficulté en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κόπος, ταλαιπωρία, ενόχληση, ενοχλώ, δυσχέρεια, πόνος, ενοχλούμαι, φιόγκος, κόμβος, δυσκολία, πρόβλημα, φασαρία, μπελάς, σκοτίζομαι, δένω, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών
Traductions: κόπος, ταλαιπωρία, ενόχληση, ενοχλώ, δυσχέρεια, πόνος, ενοχλούμαι, φιόγκος, κόμβος, δυσκολία, πρόβλημα, φασαρία, μπελάς, σκοτίζομαι, δένω, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών