Dignité en grec
Traduction: dignité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αξιοπρέπεια, μεγαλείο, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): dignité
concept dignité, definition dignité, dignité animale, dignité antonymes, dignité citation, dignité dictionnaire de langue grec, dignité en grec
Traductions
- dignitaire en grec - αξιοσημείωτος, αξιωματούχος, αξιωματούχου, αξιωματούχο που, αξιωματούχου από, επισκοπικά τους
- dignitaires en grec - Αξιωματούχοι, Επισήμων, αξιωματούχων, Επίσημοι, Δημογεροντία
- dignités en grec - αξιώματα, dignities, αξιωμάτων, τα dignities
- digression en grec - παρέκβαση, παρένθεση, σταδιακή μείωση, παρέκκλισή, την παρέκβαση
Mots aléatoires
Dignité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αξιοπρέπεια, μεγαλείο, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά
Traductions: αξιοπρέπεια, μεγαλείο, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά