Dispersé en grec
Traduction: dispersé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διασκορπίζει, διασκορπίζεται, διασπείρεται, να διασπείρεται, διασκορπίζεται ο
Autres langues
Mots associés / Définition (def): dispersé
disperse antonymes, disperse band, disperse bandcamp, disperse dyes, disperse en arabe, dispersé dictionnaire de langue grec, dispersé en grec
Traductions
- dispersant en grec - διασκορπισμένα, διασκορπίζονται, διασπείρονται, διασκορπίζεται, διεσπαρμένα
- dispersent en grec - διασκορπίζω, διασπείρει, διασκορπίσει, διασπείρουν, διασκορπίζονται, διασπείρονται
- disperser en grec - διασπώ, διαιρώ, διασκορπίζω, σκορπίζω, καταδαπανώ, χωριστός, ξεχωριστός, ...
Mots aléatoires
Dispersé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διασκορπίζει, διασκορπίζεται, διασπείρεται, να διασπείρεται, διασκορπίζεται ο
Traductions: διασκορπίζει, διασκορπίζεται, διασπείρεται, να διασπείρεται, διασκορπίζεται ο