Dissuader en grec
Traduction: dissuader, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποτρέπω, αποθαρρύνω, μεταπείθω, να αποτρέψει, αποτρέψει, αποτρέπουν, αποτρέψουν, αποθαρρύνει
Autres langues
Mots associés / Définition (def): dissuader
dissuader antonyme, dissuader antonymes, dissuader de, dissuader des cambrioleurs, dissuader en anglais, dissuader dictionnaire de langue grec, dissuader en grec
Traductions
- dissout en grec - διαλυμένο, διαλύεται, διαλυθεί, διαλύονται, διαλύθηκε
- dissoute en grec - διαλυμένο, διαλύεται, διαλυθεί, διαλύονται, διαλύθηκε
- dissuader en grec - αποτρέπω, αποθαρρύνω, μεταπείθω, να αποτρέψει, αποτρέψει, αποτρέπουν, αποτρέψουν, ...
- dissuasion en grec - αναχαίτιση, αποτροπή, αποτροπής, αποτρεπτικό αποτέλεσμα, η αποτροπή
- dissymétrie en grec - ασυμμετρία, ασυμμετρίας
Mots aléatoires
Dissuader en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποτρέπω, αποθαρρύνω, μεταπείθω, να αποτρέψει, αποτρέψει, αποτρέπουν, αποτρέψουν, αποθαρρύνει
Traductions: αποτρέπω, αποθαρρύνω, μεταπείθω, να αποτρέψει, αποτρέψει, αποτρέπουν, αποτρέψουν, αποθαρρύνει