Distancée en grec
Traduction: distancée, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποστασιοποιήθηκε, αποστάσεις, αποστασιοποίηση, αποστασιοποιηθεί, αποστασιοποιήθηκαν
Autres langues
Mots associés / Définition (def): distancée
distanciée définition, distancée antonymes, distancée grammaire, distancée mots croisés, distancée signification, distancée dictionnaire de langue grec, distancée en grec
Traductions
- distancèrent en grec - αποστασιοποιήθηκε, αποστάσεις, αποστασιοποίηση, αποστασιοποιηθεί, αποστασιοποιήθηκαν
- distancé en grec - αποστασιοποιήθηκε, αποστάσεις, αποστασιοποίηση, αποστασιοποιηθεί, αποστασιοποιήθηκαν
- distancées en grec - αποστασιοποιήθηκε, αποστάσεις, αποστασιοποίηση, αποστασιοποιηθεί, αποστασιοποιήθηκαν
- distancés en grec - αποστασιοποιήθηκε, αποστάσεις, αποστασιοποίηση, αποστασιοποιηθεί, αποστασιοποιήθηκαν
Mots aléatoires
Distancée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποστασιοποιήθηκε, αποστάσεις, αποστασιοποίηση, αποστασιοποιηθεί, αποστασιοποιήθηκαν
Traductions: αποστασιοποιήθηκε, αποστάσεις, αποστασιοποίηση, αποστασιοποιηθεί, αποστασιοποιήθηκαν