Divergé en grec
Traduction: divergé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποκλίνει, διαφέρει, διακλαδώσεως διαχωρίζεται
Autres langues
Mots associés / Définition (def): divergé
diverge antonymes, diverge c'est énorme, diverge converge, diverge définition, diverge grammaire, divergé dictionnaire de langue grec, divergé en grec
Traductions
- divaguer en grec - διθυραμβικός, μόρτης, αδέσποτος, ενθουσιώδης, ψωμάκι, περιφέρομαι, αγύρτης, ...
- divan en grec - καναπές, ντιβάνι, ανάκλιντρο, καναπέ, στον καναπέ, κλίνη
- divergence en grec - χάσμα, ασυμφωνία, κενό, απόκλιση, διίσταμαι, διαφορά, αναχώρηση, ...
- divergent en grec - εναλλακτικός, διαφορετικός, αποκλίνω, αποκλίνουσες, αποκλίνοντα, αποκλίνουσα, αποκλινουσών, ...
Mots aléatoires
Divergé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποκλίνει, διαφέρει, διακλαδώσεως διαχωρίζεται
Traductions: αποκλίνει, διαφέρει, διακλαδώσεως διαχωρίζεται