Document en grec
Traduction: document, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποδείξεις, μαρτυρία, πιστοποιητικό, χαρτένιος, απόδειξη, καταγράφω, πράξη, χαρτί, εφημερίδα, δίσκος, ηχογραφώ, έγγραφο, ρεκόρ, στοιχεία, γραφή, εγγράφου, εγγράφων, το έγγραφο, έγγραφο που
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): document
carte grise, comment scanner, document antonymes, document carte grise, document cerfa, document dictionnaire de langue grec, document en grec
Traductions
- doctrinal en grec - δογματικός, δογματική, δογματικά, δογματικές, δογματικών
- doctrine en grec - σπουδές, γραφείο, φιλοσοφία, επιστήμη, μελέτη, μαθητεία, δόγμα, ...
- documenta en grec - Documenta, την Documenta, έκθεση Ντοκουμέντα, στη Documenta, Η Documenta
- documentai en grec - Docu, οι υ, τεκμηρίω
Mots aléatoires
Document en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποδείξεις, μαρτυρία, πιστοποιητικό, χαρτένιος, απόδειξη, καταγράφω, πράξη, χαρτί, εφημερίδα, δίσκος, ηχογραφώ, έγγραφο, ρεκόρ, στοιχεία, γραφή, εγγράφου, εγγράφων, το έγγραφο, έγγραφο που
Traductions: αποδείξεις, μαρτυρία, πιστοποιητικό, χαρτένιος, απόδειξη, καταγράφω, πράξη, χαρτί, εφημερίδα, δίσκος, ηχογραφώ, έγγραφο, ρεκόρ, στοιχεία, γραφή, εγγράφου, εγγράφων, το έγγραφο, έγγραφο που