Doigté en grec
Traduction: doigté, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
χτυπώ, κάγκελο, εμποδίζω, ευχέρεια, δεξιοτεχνία, δέρνω, ώρα, φιλοτεχνία, σκάφος, ευκολία, επιδεξιότητα, φορά, μπαρ, διεύθυνση, καιρός, απευθύνω, fingering, δαχτυλισμοί, δακτυλοθεσίες, δαχτυλισμών, δακτυλισμών
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): doigté
avec doigté, comment doigté, doigté antonymes, doigté flute, doigté grammaire, doigté dictionnaire de langue grec, doigté en grec
Traductions
- dogue en grec - μαντρόσκυλο, Mastiff, μαστήφ, το μαντρόσκυλο, μαστίφ
- doigt en grec - ψηφίο, δάκτυλο, δάχτυλο, δάχτυλό, το δάχτυλό, δακτύλου
- dois en grec - χρωστώ, οφείλω, έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε
- doit en grec - χρέωση, πρέπει, πρέπει να, οφείλει, οφείλουν
Mots aléatoires
Doigté en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: χτυπώ, κάγκελο, εμποδίζω, ευχέρεια, δεξιοτεχνία, δέρνω, ώρα, φιλοτεχνία, σκάφος, ευκολία, επιδεξιότητα, φορά, μπαρ, διεύθυνση, καιρός, απευθύνω, fingering, δαχτυλισμοί, δακτυλοθεσίες, δαχτυλισμών, δακτυλισμών
Traductions: χτυπώ, κάγκελο, εμποδίζω, ευχέρεια, δεξιοτεχνία, δέρνω, ώρα, φιλοτεχνία, σκάφος, ευκολία, επιδεξιότητα, φορά, μπαρ, διεύθυνση, καιρός, απευθύνω, fingering, δαχτυλισμοί, δακτυλοθεσίες, δαχτυλισμών, δακτυλισμών