Doué en grec
Traduction: doué, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ικανός, ταλαντούχος, προικισμένος, κατάλληλος, επιρρεπής, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): doué
bioparc, doue, doue la fontaine, doué antonymes, doué en anglais, doué dictionnaire de langue grec, doué en grec
Traductions
- douze en grec - δώδεκα, δωδεκάδα, των δώδεκα, τους δώδεκα
- douzième en grec - δωδέκατος, δωδέκατο, δωδέκατη, της δωδέκατης, δωδέκατου
- doyen en grec - κοσμήτορας, πρύτανης, Dean, κοσμήτορα, πρύτανη
- draconien en grec - δρακόντεια, δρακόντειες, δρακόντειους, δρακόντειων, δρακόντειο
Mots aléatoires
Doué en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ικανός, ταλαντούχος, προικισμένος, κατάλληλος, επιρρεπής, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους
Traductions: ικανός, ταλαντούχος, προικισμένος, κατάλληλος, επιρρεπής, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους