Doublement en grec
Traduction: doublement, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
περαστικός, πέρασμα, διπλασιάζοντας, διπλασιασμό, διπλασιασμού, διπλασιασμός, ο διπλασιασμός
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): doublement
doublement a9, doublement antonymes, doublement de personnalité, doublement des consonnes, doublement des gencives, doublement dictionnaire de langue grec, doublement en grec
Traductions
- doublant en grec - διπλασιάζοντας, διπλασιασμό, διπλασιασμού, διπλασιασμός, ο διπλασιασμός
- double en grec - ομόλογος, αντιγράφω, διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, αντίτυπο, αντίγραφο, ...
- doublent en grec - διπλός, σωσίας, διπλασιάζω, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, ...
- doubler en grec - επενδύω, μεταγλωττίζω, επονομάζω, κυκλοφορώ, ξεπερνώ, διπλός, γραμμή, ...
Mots aléatoires
Doublement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: περαστικός, πέρασμα, διπλασιάζοντας, διπλασιασμό, διπλασιασμού, διπλασιασμός, ο διπλασιασμός
Traductions: περαστικός, πέρασμα, διπλασιάζοντας, διπλασιασμό, διπλασιασμού, διπλασιασμός, ο διπλασιασμός