Douille en grec
Traduction: douille, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
υποδοχή, περιτύλιγμα, περιστατικό, θήκη, κέλυφος, μανίκι, υπόθεση, βαλίτσα, πρίζα, καβούκι, οβίδα, υποδοχής, πρίζας, socket
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): douille
adaptateur douille, cle a douille, coffret douille, douille 36, douille ampoule, douille dictionnaire de langue grec, douille en grec
Traductions
- doucir en grec - λούστρο, βερνίκι, γυαλίζω, στιλβώνω, λουστράρω
- douer en grec - προικίζω, προικίσει, προικίσουν, προσδίδουν, αποκτήσει, τροφοδότηση
- douillet en grec - ωραίος, πράος, λείος, χαλαρός, λεπτός, ήπιος, μαλθακός, ...
- douillettement en grec - αναπαυτικώς, αναπαυτικά
Mots aléatoires
Douille en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: υποδοχή, περιτύλιγμα, περιστατικό, θήκη, κέλυφος, μανίκι, υπόθεση, βαλίτσα, πρίζα, καβούκι, οβίδα, υποδοχής, πρίζας, socket
Traductions: υποδοχή, περιτύλιγμα, περιστατικό, θήκη, κέλυφος, μανίκι, υπόθεση, βαλίτσα, πρίζα, καβούκι, οβίδα, υποδοχής, πρίζας, socket