Doutai en grec
Traduction: doutai, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αμφέβαλε, αμφέβαλλε, αμφιβολίες, αμφισβήτησε, αμφισβητηθεί
Autres langues
Mots associés / Définition (def): doutai
armadio doutai, conjugaison douter, doue tai jutsu, doutai antonymes, doutai grammaire, doutai dictionnaire de langue grec, doutai en grec
Traductions
- douloureux en grec - περίλυπος, οδυνηρός, πένθιμος, σοβαρός, θλιβερός, αλγεινός, επώδυνος, ...
- douta en grec - αμφέβαλε, αμφέβαλλε, αμφιβολίες, αμφισβήτησε, αμφισβητηθεί
- doutant en grec - αμφιβολία, αμφισβήτησης, αμφισβήτηση, αμφιβολία για, αμφιβάλλει
- doute en grec - ερώτηση, αμφισβητώ, ανακρίνω, αβεβαιότητα, αμφιβολία, ζήτημα, ερώτημα, ...
Mots aléatoires
Doutai en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αμφέβαλε, αμφέβαλλε, αμφιβολίες, αμφισβήτησε, αμφισβητηθεί
Traductions: αμφέβαλε, αμφέβαλλε, αμφιβολίες, αμφισβήτησε, αμφισβητηθεί