Emploi en grec
Traduction: emploi, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επάγγελμα, γραφείο, δοκάρι, άσκηση, εργασία, αίτηση, θέση, γραμμή, τοποθεσία, τοποθετώ, ορισμός, ρυτίδα, σπυρί, χρησιμοποιώ, πόστο, δεξίωση, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): emploi
actualisation pole emploi, banque postale, bon coin, caf, emploi 86, emploi dictionnaire de langue grec, emploi en grec
Traductions
- emplette en grec - αγοράζω, ψώνια, αγορά
- emplir en grec - ανεφοδιάζω, περατώνω, γεμίζω, ολοκληρώνω, κοκκινίζω, αναπληρώ, ολόκληρος, ...
- emploie en grec - χρήσεις, χρήσεων, χρήση, τις χρήσεις, χρησεις
- employa en grec - μισθωτούς, μισθωτών, μισθωτή, μισθωτός, μισθωτοί
Mots aléatoires
Emploi en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επάγγελμα, γραφείο, δοκάρι, άσκηση, εργασία, αίτηση, θέση, γραμμή, τοποθεσία, τοποθετώ, ορισμός, ρυτίδα, σπυρί, χρησιμοποιώ, πόστο, δεξίωση, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας
Traductions: επάγγελμα, γραφείο, δοκάρι, άσκηση, εργασία, αίτηση, θέση, γραμμή, τοποθεσία, τοποθετώ, ορισμός, ρυτίδα, σπυρί, χρησιμοποιώ, πόστο, δεξίωση, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας