En en grec
Traduction: en, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μαζί, πάνω, μέσα, μέχρι, εντός, μετά, για, σε, ανά, κάθε, προς, έπειτα, περί, από, τελείωσε, περίπου, στο, στην, στη, στον
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): en
aix en provence, amazon, bon coin, en amont, en antonymes, en dictionnaire de langue grec, en en grec
Traductions
- empêtrer en grec - εμπλέκομαι, εμπλέκω, μπλέκω, περιλαμβάνω, χωλαίνω, μπλεχτεί ο, μπλεχτεί, ...
- empêtré en grec - συνεσταλμένος, μπλεγμένες, εμπλακεί, μπλεγμένος, έχουν εμπλακεί, μπλεγμένες στο δίχτυ
- en-cas en grec - μεζές, σνακ, για σνακ, snacks, σνακς, πρόχειρα φαγητά
- en-tête en grec - πορεία, επικεφαλίδα, κεφαλίδα, header, μπάλα, απομακρύνοντας τη μπάλα
Mots aléatoires
En en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μαζί, πάνω, μέσα, μέχρι, εντός, μετά, για, σε, ανά, κάθε, προς, έπειτα, περί, από, τελείωσε, περίπου, στο, στην, στη, στον
Traductions: μαζί, πάνω, μέσα, μέχρι, εντός, μετά, για, σε, ανά, κάθε, προς, έπειτα, περί, από, τελείωσε, περίπου, στο, στην, στη, στον