Encourt en grec
Traduction: encourt, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αναλαμβάνει και, η ανάληψη και ο, ανάληψη και ο
Autres langues
Mots associés / Définition (def): encourt
encours bancaire, encours client, encours de la dette, encours def, encours financier, encourt dictionnaire de langue grec, encourt en grec
Traductions
- encourons en grec - επιβαρύνονται, επιφέρουν, συνεπάγεται, επιβαρύνονται με, αναλαμβάνει
- encours en grec - σε εξέλιξη, εν εξελίξει, υπό εξέλιξη, βρίσκονται σε εξέλιξη, βρίσκεται σε εξέλιξη
- encouru en grec - που πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιούνται, που προκύπτουν, προκύπτουν
- encourue en grec - που πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιούνται, που προκύπτουν, προκύπτουν
Mots aléatoires
Encourt en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αναλαμβάνει και, η ανάληψη και ο, ανάληψη και ο
Traductions: αναλαμβάνει και, η ανάληψη και ο, ανάληψη και ο