Encourue en grec
Traduction: encourue, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
που πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιούνται, που προκύπτουν, προκύπτουν
Autres langues
Mots associés / Définition (def): encourue
encourue antonymes, encourue définition, encourue grammaire, encourue mots croisés, encourue signification, encourue dictionnaire de langue grec, encourue en grec
Traductions
- encourt en grec - αναλαμβάνει και, η ανάληψη και ο, ανάληψη και ο
- encouru en grec - που πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιούνται, που προκύπτουν, προκύπτουν
- encourues en grec - που πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιούνται, που προκύπτουν, προκύπτουν
Mots aléatoires
Encourue en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: που πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιούνται, που προκύπτουν, προκύπτουν
Traductions: που πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιούνται, που προκύπτουν, προκύπτουν