Enfantillage en grec
Traduction: enfantillage, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
παιδικότητα, παιδικότητά, την παιδικότητά, την παιδικότητα, η παιδικότητα
Autres langues
Mots associés / Définition (def): enfantillage
aldebert, enfantillage 2, enfantillage aldebert, enfantillage antonymes, enfantillage grammaire, enfantillage dictionnaire de langue grec, enfantillage en grec
Traductions
- enfantement en grec - παράδοση, τοκετός, γέννηση, παραλαβή, γέννα, τοκετό, τοκετού, ...
- enfanter en grec - πλαίσιο, ιδρύω, μορφή, παράγω, κατασκευάζω, αποτελώ, συγκροτώ, ...
- enfantin en grec - παιδικός, βρεφική, βρεφικής, βρεφικών, τη βρεφική
- enfantine en grec - παιδί, παιδιού, το παιδί, παιδικής, του παιδιού
Mots aléatoires
Enfantillage en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: παιδικότητα, παιδικότητά, την παιδικότητά, την παιδικότητα, η παιδικότητα
Traductions: παιδικότητα, παιδικότητά, την παιδικότητά, την παιδικότητα, η παιδικότητα