Enfler en grec
Traduction: enfler, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αερόστατο, φουσκώνω, ξεχύνομαι, πρήζω, εξογκώνω, κύμα, μπαλόνι, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): enfler
enfler anglais, enfler antonymes, enfler conjugaison, enfler contraire, enfler du visage, enfler dictionnaire de langue grec, enfler en grec
Traductions
- enfle en grec - πρήζεται, διογκώνεται, διογκούται, φουσκώνει, διογκώνει
- enflent en grec - κύμα, ξεχύνομαι, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά
- enflez en grec - κύμα, ξεχύνομαι, πρήζω, bloat, φούσκωμα, μετεωρισμού, μετεωρισμός
- enflons en grec - ξεχύνομαι, κύμα
Mots aléatoires
Enfler en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αερόστατο, φουσκώνω, ξεχύνομαι, πρήζω, εξογκώνω, κύμα, μπαλόνι, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά
Traductions: αερόστατο, φουσκώνω, ξεχύνομαι, πρήζω, εξογκώνω, κύμα, μπαλόνι, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά