Enserrés en grec
Traduction: enserrés, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κλειστό, κλειστούς, περικλείεται, κλειστή, που περικλείεται
Autres langues
Mots associés / Définition (def): enserrés
enserrés antonymes, enserrés def, enserrés grammaire, enserrés mots croisés, enserrés signification, enserrés dictionnaire de langue grec, enserrés en grec
Traductions
- enserrée en grec - κλειστό, κλειστούς, περικλείεται, κλειστή, που περικλείεται
- enserrées en grec - συσφίγγεται, συσφίγγονται, σφίγγεται, στερεώνεται, εμπλέκεται
- ensevelir en grec - κρύβομαι, κρύβω, θάβω, θάψει, θάψουν, θάβουν, θάψουμε
- ensilage en grec - φορβή ή χόρτα διατηρούμενα μέσα σε στεγανό λάκκο, ενσίρωση, η εναπόθεση σε σιλό, εναπόθεση σε σιλό, την ενσίρωση
Mots aléatoires
Enserrés en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κλειστό, κλειστούς, περικλείεται, κλειστή, που περικλείεται
Traductions: κλειστό, κλειστούς, περικλείεται, κλειστή, που περικλείεται