Entreprise en grec
Traduction: entreprise, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
θίασος, ομήγυρη, προσπάθεια, υπόθεση, εγχείρημα, εταιρία, δουλειά, παρέα, επιχείρηση, προσπαθώ, δουλειές, απόπειρα, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): entreprise
auto entrepreneur, auto entreprise, bnp entreprise, bnp net entreprise, creation entreprise, entreprise dictionnaire de langue grec, entreprise en grec
Traductions
- entreprirent en grec - ξεκίνησε, άρχισε, άρχισαν, άρχισε να, ξεκίνησαν
- entrepris en grec - αναλαμβάνονται, αναληφθεί, αναληφθούν, αναλάβει, ανέλαβε
- entreprit en grec - δεσμεύθηκε, ανέλαβε τη δέσμευση, αναλάμβανε, ανέλαβε την υποχρέωση, μια δέσμευση
Mots aléatoires
Entreprise en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: θίασος, ομήγυρη, προσπάθεια, υπόθεση, εγχείρημα, εταιρία, δουλειά, παρέα, επιχείρηση, προσπαθώ, δουλειές, απόπειρα, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές
Traductions: θίασος, ομήγυρη, προσπάθεια, υπόθεση, εγχείρημα, εταιρία, δουλειά, παρέα, επιχείρηση, προσπαθώ, δουλειές, απόπειρα, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές