Espacé en grec
Traduction: espacé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διάστημα, άπειρος, χάσμα, χώρος, απόσταση, διάλειμμα, βαθμός, κενό, περιοχή, έκταση, δωμάτιο, έδαφος, χώρο, χώρου, κόπηκε
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): espacé
bouygues, bouygues espace client, bouygues telecom, edf, emploi espace, espacé dictionnaire de langue grec, espacé en grec
Traductions
- escroquées en grec - προδομένοι, εξαπατημένοι, εξαπατηθεί, εξαπατημένος
- escroqués en grec - εξαπατημένοι, εξαπάτησε, εξαπατηθεί, πέσουν θύματα απάτης, εξαπατήσει
- espacement en grec - σφαίρα, κενό, διάλειμμα, χάσμα, χώρος, γυμνοσάλιαγκας, διάστημα, ...
- espacer en grec - διανέμω, διάστημα, χώρος, κατανέμω, αραιώνω, διαστήματα έξω, κατά διαστήματα έξω, ...
Mots aléatoires
Espacé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διάστημα, άπειρος, χάσμα, χώρος, απόσταση, διάλειμμα, βαθμός, κενό, περιοχή, έκταση, δωμάτιο, έδαφος, χώρο, χώρου, κόπηκε
Traductions: διάστημα, άπειρος, χάσμα, χώρος, απόσταση, διάλειμμα, βαθμός, κενό, περιοχή, έκταση, δωμάτιο, έδαφος, χώρο, χώρου, κόπηκε