Exagèrent en grec
Traduction: exagèrent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
υπερβάλλω, παραλέω, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): exagèrent
exagèrent antonymes, exagèrent grammaire, exagèrent mots croisés, exagèrent signification, exagèrent synonyme, exagèrent dictionnaire de langue grec, exagèrent en grec
Traductions
- exaction en grec - βιαιοπραγία, απαίτηση πληρωμής, απαίτηση για πληρωμή, για απαίτηση πληρωμής, απαίτησης για την πληρωμή
- exactitude en grec - ακρίβεια, ακριβολογία, αλήθεια, πιστότητα, συνέπεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ...
- exagéra en grec - υπερβολική, υπερβολικές, υπερβολικός, υπερβολικοί, υπερβολικά
- exagérai en grec - υπερβολή, υπερβάλλω, υπερβάλλοντας, υπερβάλλει, υπερβάλλονται
Mots aléatoires
Exagèrent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: υπερβάλλω, παραλέω, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν
Traductions: υπερβάλλω, παραλέω, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν