Exclusivité en grec
Traduction: exclusivité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας, την αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας που, η αποκλειστικότητα
Autres langues
Mots associés / Définition (def): exclusivité
contrat exclusivité, darty exclusivité internet, en exclusivité, exclusivité agence, exclusivité agence immobilière, exclusivité dictionnaire de langue grec, exclusivité en grec
Traductions
- exclusion en grec - αποκλεισμός, αποκλεισμού, αποκλεισμό, εξαίρεση, του αποκλεισμού
- exclusivement en grec - μόνος, απλώς, εντελώς, μόνο, μοναχός, αποκλειστικά, αποκλειστικώς, ...
- exclut en grec - Εξαιρούνται, αποκλείει, εξαιρεί, δεν περιλαμβάνει, αυτή αποκλείονται
Mots aléatoires
Exclusivité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας, την αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας που, η αποκλειστικότητα
Traductions: αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας, την αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας που, η αποκλειστικότητα