Exister en grec
Traduction: exister, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
είμαι, ζω, βρίσκομαι, διανύω, ζωντανός, υπάρχω, μένω, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): exister
comment exister, définition exister, ecrire, ecrire pour exister, exciter, exister dictionnaire de langue grec, exister en grec
Traductions
- existentialisme en grec - υπαρξισμός, υπαρξισμό, υπαρξισμού, ο υπαρξισμός, τον υπαρξισμό
- existentialiste en grec - υπαρξιστής, υπαρξιακό, υπαρξιακές, υπαρξιστές, υπαρξιστική
- existez en grec - υπάρχω, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν
- existons en grec - υπάρχω, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν
Mots aléatoires
Exister en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: είμαι, ζω, βρίσκομαι, διανύω, ζωντανός, υπάρχω, μένω, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν
Traductions: είμαι, ζω, βρίσκομαι, διανύω, ζωντανός, υπάρχω, μένω, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν