Exploités en grec
Traduction: exploités, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
λειτουργεί, λειτουργούν, που λειτουργούν, που λειτουργεί, λειτουργούσε
Autres langues
Mots associés / Définition (def): exploités
animaux exploités, chinois exploités, exploiter anglais, exploiter synonyme, exploités antonymes, exploités dictionnaire de langue grec, exploités en grec
Traductions
- exploitée en grec - αξιοποιηθεί, εκμετάλλευσης, εκμετάλλευση, αξιοποιηθούν, αξιοποιούνται
- exploitées en grec - αξιοποιηθεί, εκμετάλλευσης, εκμετάλλευση, αξιοποιηθούν, αξιοποιούνται
- explora en grec - διερευνηθούν, διερευνηθεί, διερευνώνται, εξερευνηθεί, διερεύνησε
Mots aléatoires
Exploités en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: λειτουργεί, λειτουργούν, που λειτουργούν, που λειτουργεί, λειτουργούσε
Traductions: λειτουργεί, λειτουργούν, που λειτουργούν, που λειτουργεί, λειτουργούσε