Exploite en grec
Traduction: exploite, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
λειτουργεί, δραστηριοποιείται, λειτουργία, λειτουργίας, εκμεταλλεύεται
Autres langues
Mots associés / Définition (def): exploite
exploite 55, exploite antonymes, exploite bug diablo 3, exploite db, exploite des navires, exploite dictionnaire de langue grec, exploite en grec
Traductions
- exploitant en grec - διευθυντής, αξιοποιώντας, αξιοποίηση, εκμεταλλεύονται, την εκμετάλλευση, την αξιοποίηση
- exploitation en grec - εταιρία, θίασος, εγχείρημα, επιχείρηση, ομήγυρη, λειτουργία, ίδρυση, ...
- exploitent en grec - αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει
- exploiter en grec - εξασκώ, καταχρώμαι, δουλειά, βρίζω, ιπποσκευή, εργασία, κατάχρηση, ...
Mots aléatoires
Exploite en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: λειτουργεί, δραστηριοποιείται, λειτουργία, λειτουργίας, εκμεταλλεύεται
Traductions: λειτουργεί, δραστηριοποιείται, λειτουργία, λειτουργίας, εκμεταλλεύεται