Faillant en grec
Traduction: faillant, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ελάττωμα, αθετήσαντες, Αθετούν, υπερήμερους, αθέτησης υποχρέωσης πιστούχου, κατάσταση αθέτησης υποχρέωσης πιστούχου
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): faillant
défaillant def, faillant antonymes, faillant cloé, faillant de villemarest, faillant dumas, faillant dictionnaire de langue grec, faillant en grec
Traductions
- faiblesse en grec - ελάττωμα, ατονία, αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία
- faiblir en grec - κοπάζω, μειώνω, αμυδρός, σημαία, μπαϊράκι, αποδυναμώνομαι, μολάρω, ...
- faille en grec - χάσμα, αλλάζω, κάταγμα, ατέλεια, αντεπίθεση, διάλλειμα, διχοτομία, ...
- faillent en grec - αποτυγχάνω, είναι, αποτελούν, έχουν, οι, βρίσκονται
Mots aléatoires
Faillant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ελάττωμα, αθετήσαντες, Αθετούν, υπερήμερους, αθέτησης υποχρέωσης πιστούχου, κατάσταση αθέτησης υποχρέωσης πιστούχου
Traductions: ελάττωμα, αθετήσαντες, Αθετούν, υπερήμερους, αθέτησης υποχρέωσης πιστούχου, κατάσταση αθέτησης υποχρέωσης πιστούχου