Fatigant en grec
Traduction: fatigant, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μουχρός, μουντός, πληκτικός, ανιαρός, βαρετός, κουραστικός, κουραστική, κουραστικό, κουραστικές, κουράζει
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): fatigant
fatigant adjectif, fatigant antonymes, fatigant dictionnaire, fatigant grammaire, fatigant larousse, fatigant dictionnaire de langue grec, fatigant en grec
Traductions
- fatalité en grec - ειμαρμένη, μοίρα, προορισμός, πεπρωμένο, μοιραίο, θνησιμότητας, θανάτων, ...
- fatidique en grec - θανατηφόρος, μοιραίος, μοιραία, μοιραίο, τη μοιραία, την μοιραία
- fatigante en grec - κουραστικός, κουραστική, κουραστικό, κουραστικές, κουράζει
- fatigue en grec - ζόρι, ταλαιπωρία, μπελάς, στραμπουλίζω, φασαρία, ενοχλώ, πόνος, ...
Mots aléatoires
Fatigant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μουχρός, μουντός, πληκτικός, ανιαρός, βαρετός, κουραστικός, κουραστική, κουραστικό, κουραστικές, κουράζει
Traductions: μουχρός, μουντός, πληκτικός, ανιαρός, βαρετός, κουραστικός, κουραστική, κουραστικό, κουραστικές, κουράζει