Fatiguer en grec
Traduction: fatiguer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εξαντλώ, τεντώνω, κουράζω, κόπος, στραμπουλίζω, κούραση, ενοχλούμαι, εξαντλημένος, τράβηγμα, σκοτίζομαι, διηθώ, αγώνας, κουρασμένος, ενοχλώ, νεφρίτης, αγωνίζομαι, λάστιχο, ρόδα, ελαστικών, ελαστικού, ελαστικό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): fatiguer
comment se fatiguer, fatiguer anglais, fatiguer antonymes, fatiguer conjugaison, fatiguer en anglais, fatiguer dictionnaire de langue grec, fatiguer en grec
Traductions
- fatigante en grec - κουραστικός, κουραστική, κουραστικό, κουραστικές, κουράζει
- fatigue en grec - ζόρι, ταλαιπωρία, μπελάς, στραμπουλίζω, φασαρία, ενοχλώ, πόνος, ...
- fatigué en grec - εξαντλημένος, κουρασμένος, τρέχει προς τα κάτω, τρέχει κάτω, τρέξει κάτω, υποβαθμισμένη, να τις μειώσουμε
- fatras en grec - στοιβάδα, σωρός, στοιβάζω, στοίβα, συνονθύλευμα, σύμφυρμα, συνοθύλευμα, ...
Mots aléatoires
Fatiguer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εξαντλώ, τεντώνω, κουράζω, κόπος, στραμπουλίζω, κούραση, ενοχλούμαι, εξαντλημένος, τράβηγμα, σκοτίζομαι, διηθώ, αγώνας, κουρασμένος, ενοχλώ, νεφρίτης, αγωνίζομαι, λάστιχο, ρόδα, ελαστικών, ελαστικού, ελαστικό
Traductions: εξαντλώ, τεντώνω, κουράζω, κόπος, στραμπουλίζω, κούραση, ενοχλούμαι, εξαντλημένος, τράβηγμα, σκοτίζομαι, διηθώ, αγώνας, κουρασμένος, ενοχλώ, νεφρίτης, αγωνίζομαι, λάστιχο, ρόδα, ελαστικών, ελαστικού, ελαστικό