Fervent en grec
Traduction: fervent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ενδιαφερόμενος, εργατικός, ευσεβής, ζεστός, ενδελεχής, επιμελής, φλογερός, οξυδερκής, πρόθυμος, ενθουσιώδης, οπαδός, πιστός, θερμός, διακαής, ένθερμη, ένθερμος, ένθερμοι
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): fervent
définition fervent, fervent adepte de la mode, fervent antonymes, fervent catholique, fervent croyant, fervent dictionnaire de langue grec, fervent en grec
Traductions
- fertilisés en grec - γονιμοποιημένα, γονιμοποιημένο, γονιμοποιημένων, γονιμοποιημένου, γονιμοποιηθεί
- fertilité en grec - ευφορία, ευγονία, γονιμότητα, γονιμότητας, τη γονιμότητα, της γονιμότητας, γονιμότητα του
- ferveur en grec - ενθουσιασμός, πυρκαγιά, ζεστασιά, φωτιά, προθυμία, ζήλος, πυροβολώ, ...
- fesse en grec - θρασύτητα, θράσος, μάγουλο, αναίδεια, γλουτός, γλουτό, γλουτών, ...
Mots aléatoires
Fervent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ενδιαφερόμενος, εργατικός, ευσεβής, ζεστός, ενδελεχής, επιμελής, φλογερός, οξυδερκής, πρόθυμος, ενθουσιώδης, οπαδός, πιστός, θερμός, διακαής, ένθερμη, ένθερμος, ένθερμοι
Traductions: ενδιαφερόμενος, εργατικός, ευσεβής, ζεστός, ενδελεχής, επιμελής, φλογερός, οξυδερκής, πρόθυμος, ενθουσιώδης, οπαδός, πιστός, θερμός, διακαής, ένθερμη, ένθερμος, ένθερμοι