Fonction en grec
Traduction: fonction, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
λειτουργώ, σταθμός, χρησιμοποιώ, εγχείρηση, σκοπός, ρόλος, ταχυδρομώ, γραφείο, θώκος, δράση, δοκάρι, επενέργεια, εντοπίζω, χρήση, βούλα, υπηρεσία, λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): fonction
concours, concours fonction publique, emploi fonction publique, fonction affine, fonction antonymes, fonction dictionnaire de langue grec, fonction en grec
Traductions
- foncer en grec - σαρκασμός, κέντρισμα, σκάβω, νύξη, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, ...
- foncier en grec - πρώτος, ύστατος, θεμελιώδης, πρωταρχικός, απώτατος, ριζικός, έσχατος, ...
- fonctionna en grec - εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, δούλεψε, λειτούργησε
Mots aléatoires
Fonction en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: λειτουργώ, σταθμός, χρησιμοποιώ, εγχείρηση, σκοπός, ρόλος, ταχυδρομώ, γραφείο, θώκος, δράση, δοκάρι, επενέργεια, εντοπίζω, χρήση, βούλα, υπηρεσία, λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
Traductions: λειτουργώ, σταθμός, χρησιμοποιώ, εγχείρηση, σκοπός, ρόλος, ταχυδρομώ, γραφείο, θώκος, δράση, δοκάρι, επενέργεια, εντοπίζω, χρήση, βούλα, υπηρεσία, λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία