Fou en grec
Traduction: fou, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
βλάκας, γελωτοποιός, παξιμάδι, φρενιτιώδης, κοροϊδεύω, τρελός, χαζός, επίσκοπος, μανιβέλα, λωλός, ξέφρενος, θυμωμένος, έξαλλος, τρελούτσικος, μανιώδης, κουζουλός, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): fou
amoureux fou, chapelier fou, fou antonymes, fou d'irene, fou d'irene streaming, fou dictionnaire de langue grec, fou en grec
Traductions
- fossé en grec - κενό, τάφρος, χαράκωμα, χάσμα, χαντάκι, τάφρο, τάφρου, ...
- fossés en grec - χαντάκια, τάφρων, τάφροι, τάφρους, αυλάκια
- fouailler en grec - εγκοπή, πετσοκόβω, μαστίζω, μαστιγώνω, λοιδορώ, μαστίγιο, κτυπά, ...
- foudre en grec - αστραπές, βροντώ, αφηνιάζω, βροντές, μπουμπουνίζω, αστραπή, κεραυνούς, ...
Mots aléatoires
Fou en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: βλάκας, γελωτοποιός, παξιμάδι, φρενιτιώδης, κοροϊδεύω, τρελός, χαζός, επίσκοπος, μανιβέλα, λωλός, ξέφρενος, θυμωμένος, έξαλλος, τρελούτσικος, μανιώδης, κουζουλός, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί
Traductions: βλάκας, γελωτοποιός, παξιμάδι, φρενιτιώδης, κοροϊδεύω, τρελός, χαζός, επίσκοπος, μανιβέλα, λωλός, ξέφρενος, θυμωμένος, έξαλλος, τρελούτσικος, μανιώδης, κουζουλός, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί