Fouetter en grec
Traduction: fouetter, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μαστιγώνω, δέρνω, ιμάντας, μαστίζω, χτυπώ, νικώ, λοιδορώ, πετσοκόβω, εγκοπή, σημύδα, χτυπητήρι, πληγή, μαστίγιο, κτυπά, το μαστίγιο, κτυπήστε, μαστιγίου
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): fouetter
creme fouetter, fouetter antonymes, fouetter grammaire, fouetter mots croisés, fouetter signification, fouetter dictionnaire de langue grec, fouetter en grec
Traductions
- foudroyer en grec - χτυπώ, απεργία, έκρηξη, φύσημα, βλαστική, blast, ωστικό κύμα
- fouet en grec - νικώ, πληγή, μαστιγώνω, χτυπητήρι, λοιδορώ, μαστίζω, μαστίγιο, ...
- fougue en grec - θέρμη, ενθουσιασμός, πνεύμα, ζήλος, ζέση, πάθος, ζήλο, ...
- fougueux en grec - παράφορος, φλογερός, παθιασμένος, ζωηρός, θυμοειδής, spirited, εμπνευσμένη, ...
Mots aléatoires
Fouetter en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μαστιγώνω, δέρνω, ιμάντας, μαστίζω, χτυπώ, νικώ, λοιδορώ, πετσοκόβω, εγκοπή, σημύδα, χτυπητήρι, πληγή, μαστίγιο, κτυπά, το μαστίγιο, κτυπήστε, μαστιγίου
Traductions: μαστιγώνω, δέρνω, ιμάντας, μαστίζω, χτυπώ, νικώ, λοιδορώ, πετσοκόβω, εγκοπή, σημύδα, χτυπητήρι, πληγή, μαστίγιο, κτυπά, το μαστίγιο, κτυπήστε, μαστιγίου