Fouiller en grec
Traduction: fouiller, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σαρώνω, νάρκη, νύξη, αγναντεύω, συλλέγω, έρευνα, αναζήτηση, πασπατεύω, σπρώχνω, ψάχνω, καλέμι, τρίβω, βόσκω, σκάβω, αναζητώ, κασμάς, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): fouiller
fouiller antonymes, fouiller aurora basin, fouiller conjugaison, fouiller en anglais, fouiller en espagnol, fouiller dictionnaire de langue grec, fouiller en grec
Traductions
- fouille en grec - βαλίτσα, υπόθεση, θήκη, εξοπλισμός, τσάντα, αναζήτηση, περιστατικό, ...
- fouillent en grec - πασπατεύω, ψάχνω, ψαξίματος, ψάξιμο, rummage, ερευνώ
- fouilles en grec - νύξη, κέντρισμα, σαρκασμός, σκάβω, ανασκαφή, εκσκαφή, εκσκαφής, ...
- fouilleur en grec - εκσκαφέας, εκσκαφέα, εκσκαφείς, εκσκαφέων, ανασκαφέα
Mots aléatoires
Fouiller en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σαρώνω, νάρκη, νύξη, αγναντεύω, συλλέγω, έρευνα, αναζήτηση, πασπατεύω, σπρώχνω, ψάχνω, καλέμι, τρίβω, βόσκω, σκάβω, αναζητώ, κασμάς, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
Traductions: σαρώνω, νάρκη, νύξη, αγναντεύω, συλλέγω, έρευνα, αναζήτηση, πασπατεύω, σπρώχνω, ψάχνω, καλέμι, τρίβω, βόσκω, σκάβω, αναζητώ, κασμάς, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή