Gère en grec

Traduction: gère, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαχειρίζεται, κατάφερε, καταφέρνει, διαχείριση, κατορθώνει
Gère en grec
Autres langues

Mots associés / Définition (def): gère

gère antonymes, gère belesten, gère biens immobilier bar le duc, gère définition, gère file, gère dictionnaire de langue grec, gère en grec

Traductions

  • gèlent en grec - κρουσταλλιάζω, καταψύχω, παγώνω, πάγωμα, παγώσει, καταψύχετε, να παγώσει, ...
  • gène en grec - παράγοντας, γονίδιο, συντελεστής, γονιδίου, γονίδιο που, γονιδιακή, γονιδιακής
  • gèrent en grec - καταφέρνω, διευθύνω, αντεπεξέρχομαι, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, ...
  • géant en grec - κολοσσιαίος, πελώριος, γίγαντας, μεγάλος, τραγελαφικός, απέραντος, απίθανος, ...
Mots aléatoires
Gère en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαχειρίζεται, κατάφερε, καταφέρνει, διαχείριση, κατορθώνει