Gai en grec
Traduction: gai, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
χαρούμενος, ευδιάθετος, καλόκαρδος, ευτυχισμένος, κεφάτος, εύθυμος, αστείος, ευτυχής, ομοφυλόφιλος, ξεκαρδιστικός, ευτράπελος, ηλιόλουστος, φαιδρός, ξένοιαστος, ζωηρός, gay, Φιλικό προς τους, γκέι, Φιλικό προς
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): gai
cyrillo, eros gai, gai 8eme porte, gai antonymes, gai assulin, gai dictionnaire de langue grec, gai en grec
Traductions
- gagnées en grec - γουόν, Won, Κέρδισε, Κερδισμένο, ουόν
- gagnés en grec - κέρδισε, κερδίσει, κερδισμένα, κέρδισαν, earned
- gaiement en grec - χαρωπά, χαρούμενα, ευχάριστα, πρόσχαρα, χαρούμενη
- gaieté en grec - χαρά, διασκέδαση, ευθυμία, ζητωκραυγάζω, διέγερση, ευφροσύνη, κέφι, ...
Mots aléatoires
Gai en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: χαρούμενος, ευδιάθετος, καλόκαρδος, ευτυχισμένος, κεφάτος, εύθυμος, αστείος, ευτυχής, ομοφυλόφιλος, ξεκαρδιστικός, ευτράπελος, ηλιόλουστος, φαιδρός, ξένοιαστος, ζωηρός, gay, Φιλικό προς τους, γκέι, Φιλικό προς
Traductions: χαρούμενος, ευδιάθετος, καλόκαρδος, ευτυχισμένος, κεφάτος, εύθυμος, αστείος, ευτυχής, ομοφυλόφιλος, ξεκαρδιστικός, ευτράπελος, ηλιόλουστος, φαιδρός, ξένοιαστος, ζωηρός, gay, Φιλικό προς τους, γκέι, Φιλικό προς