Gaine en grec
Traduction: gaine, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
υπόθεση, κολεός, περιτύλιγμα, περιστατικό, βαλίτσα, κάλυμμα, θήκη, θηκάρι, περίβλημα, θήκης, μανδύα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): gaine
gaine amincissante, gaine antonymes, gaine apres accouchement, gaine ardyss, gaine cable, gaine dictionnaire de langue grec, gaine en grec
Traductions
- gaillard en grec - ζωηρός, νωπός, πρόσχαρος, εύσωμος, ζωντανός, γερός, ρωμαλέος, ...
- gain en grec - αγαθός, έπαθλο, ωφελώ, κέρδος, βραβείο, γυρίζω, επίδομα, ...
- gains en grec - κέρδη, αποδοχές, κερδών, τα κέρδη, αποδοχών
- gala en grec - ευωχούμαι, τελετή, εθιμοτυπία, εορτή, πανηγύρι, συμπόσιο, πανδαισία, ...
Mots aléatoires
Gaine en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: υπόθεση, κολεός, περιτύλιγμα, περιστατικό, βαλίτσα, κάλυμμα, θήκη, θηκάρι, περίβλημα, θήκης, μανδύα
Traductions: υπόθεση, κολεός, περιτύλιγμα, περιστατικό, βαλίτσα, κάλυμμα, θήκη, θηκάρι, περίβλημα, θήκης, μανδύα