Gamin en grec
Traduction: gamin, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αχινός, πιτσιρίκος, καμάρι, βρομόπαιδο, γρύλος, νεαρός, κατσικάκι, υιός, αγόρι, παιδί, κατσίκι, το παιδί, παιδιού, κατσικιών
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): gamin
bon gamin, gamin 3, gamin antonymes, gamin au velo, gamin au vélo, gamin dictionnaire de langue grec, gamin en grec
Traductions
- gambader en grec - χοροπηδώ, αναπηδώ, κάπαρη, ευθυμία, διασκέδαση, παίζω, frolic, ...
- gamberge en grec - ιδέα
- gaminerie en grec - ξεγελώ, μοχθηρία, κόλπο, τρικ, στολίζω, αταξία, παιγνίδι, ...
- gamme en grec - θεωρία, κλίμακα, λέπι, εμβέλεια, κλιμάκωση, κλίμακας, φάσμα, ...
Mots aléatoires
Gamin en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αχινός, πιτσιρίκος, καμάρι, βρομόπαιδο, γρύλος, νεαρός, κατσικάκι, υιός, αγόρι, παιδί, κατσίκι, το παιδί, παιδιού, κατσικιών
Traductions: αχινός, πιτσιρίκος, καμάρι, βρομόπαιδο, γρύλος, νεαρός, κατσικάκι, υιός, αγόρι, παιδί, κατσίκι, το παιδί, παιδιού, κατσικιών