Gisement en grec
Traduction: gisement, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
προσχώνω, χωράφι, τόπος, στρώμα, επαναθέτω, τομέας, ίζημα, πεδίο, κατάθεση, κατάθεσης, καταθέσεων, προκαταβολή, των καταθέσεων
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): gisement
gisement antonymes, gisement de charbon, gisement de cobalt, gisement de fer, gisement de gangrefer, gisement dictionnaire de langue grec, gisement en grec
Traductions
- gis en grec - κείμαι, ψεύδομαι, ΣΓΠ, ΓΣΠ, ΗΣΓΠ, ΓΠΣ
- gisant en grec - ανακλινόμενος, καθιστό, recumbent, πλάγιασμα, καθιστού
- gisent en grec - κείμαι, ψεύδομαι, κειμένος, βρίσκεται, που βρίσκεται, ξαπλωμένη, βρίσκονται
- gisez en grec - ψεύδομαι, κείμαι
Mots aléatoires
Gisement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: προσχώνω, χωράφι, τόπος, στρώμα, επαναθέτω, τομέας, ίζημα, πεδίο, κατάθεση, κατάθεσης, καταθέσεων, προκαταβολή, των καταθέσεων
Traductions: προσχώνω, χωράφι, τόπος, στρώμα, επαναθέτω, τομέας, ίζημα, πεδίο, κατάθεση, κατάθεσης, καταθέσεων, προκαταβολή, των καταθέσεων